- ζάφτι
- το-ιού (λ. τουρκ.), στη φράση: «Δεν μπορώ να τον κάνω ζάφτι», δεν μπορώ να τον δαμάσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζάφτι — και ζάπτι και ζάπι, το (Μ ζάφτι και ζάπτι) 1. κατάληψη 2. περιορισμός, «μέτρο», φειδώ 3. φρ. «κάνω ζάφτι» ή «κάνω ζάπι» καταβάλλω, δαμάζω, επιβάλλομαι, κάνω κάποιον υποχείριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zapti] … Dictionary of Greek
άζαπος — η, ο ο αζάπικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζάπι / ζάφτι «αυτός που δεν μπορείς να τόν κάνεις ζάφτι, να τόν δαμάσεις» η < αζάπης (Ι) «ελεύθερος, ατίθασος»] … Dictionary of Greek
αζάφτιστος — η, ο αυτός που δεν γίνεται «ζάφτι», ατίθασος, ανυπότακτος, αδάμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *ζαφτίζω < ζάφτι] … Dictionary of Greek
ζάπι — το βλ. ζάφτι. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ζάφτι] … Dictionary of Greek
ζάπτι — το βλ. ζάφτι. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ζάφτι] … Dictionary of Greek